Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπωμοσία
ὑπωπιάζω
ὑπωπιασμός
ὑπώπιος
ὑπωπίς
ὑπώρεια
ὑπώρειος
ὑπώρορε
ὑπωρόφιος
ὑπώροφος
ὑπωρυφία
ὑπωρυχία
ὑπώστη
ὕπωχρος
ὕραξ1
ὑράξ2
ὑργαί
ὑργάλαι
ὑρειγαλέον
ὑριατόμος
ὕριγγα
View word page
ὑπωρυφία
ὑπωρῠφία,
A). v. ὑπωρόφιος 2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπωρυφία
Headword (normalized):
ὑπωρυφία
Headword (normalized/stripped):
υπωρυφια
IDX:
109657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109658
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπωρῠφία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπωρόφιος</span> <span class="bibl"> 2 </span>.</div> </div><br><br>'}