Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπωλένιος
ὑπώμαιος
ὑπωμία
ὑπωμοσία
ὑπωπιάζω
ὑπωπιασμός
ὑπώπιος
ὑπωπίς
ὑπώρεια
ὑπώρειος
ὑπώρορε
ὑπωρόφιος
ὑπώροφος
ὑπωρυφία
ὑπωρυχία
ὑπώστη
ὕπωχρος
ὕραξ1
ὑράξ2
ὑργαί
ὑργάλαι
View word page
ὑπώρορε
ὑπώρορε,
A). v. ὑπόρνυμι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπώρορε
Headword (normalized):
ὑπώρορε
Headword (normalized/stripped):
υπωρορε
IDX:
109654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109655
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπώρορε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπόρνυμι.</span> </div> </div><br><br>'}