Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπόχρισμα
ὑποχριστέον
ὑποχρίω
ὑπόχρονος
ὑπόχρυσος
ὑποχρυσόω
ὑποχρώννυμι
ὑποχυλίζω
ὑπόχυμα
ὑποχύνω
ὑποχυρογραφέω
ὑπόχυσις
ὑποχυτήρ
ὑπόχυτος
ὑποχωλαίνω
ὑποχωλεύω
ὑπόχωλος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑποχωρητικός
View word page
ὑποχυρογραφέω
ὑπο-χυρογραφέω,
A). v. ὑποχειρογραφέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποχυρογραφέω
Headword (normalized):
ὑποχυρογραφέω
Headword (normalized/stripped):
υποχυρογραφεω
IDX:
109592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109593
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπο-χυρογραφέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑποχειρογραφέω.</span> </div> </div><br><br>'}