Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑποχλέομαι
ὑποχλιαίνω
ὑποχλίζω
ὑπόχλοος
ὑποχλωρομέλας
ὑπόχλωρος
ὑποχοινικίς
ὑποχοιρίς
ὑπόχολος
ὑποχολώδης
ὑποχονδριακός
ὑποχόνδριος
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑποχραίνω
ὑποχρεμετίζω
ὑποχρέμπτομαι
ὑπόχρεως
ὑποχρήστης
ὑπόχρισμα
View word page
ὑποχονδριακός
ὑποχονδρ-ιᾰκός
,
ή
,
όν
,
A).
of the
ὑποχόνδριον, νόσημα
Gal.
8.185
.
ShortDef
of the ὑποχόνδριον
Debugging
Headword:
ὑποχονδριακός
Headword (normalized):
ὑποχονδριακός
Headword (normalized/stripped):
υποχονδριακος
IDX:
109572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109573
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποχονδρ-ιᾰκός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of the</span> <span class="quote greek">ὑποχόνδριον, νόσημα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.185 </span> .</div> </div><br><br>'}