Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνώλεθρος
ἀνωλέως
ἀνωλόφυκτος
ἀνωμαλέω
ἀνωμαλής
ἀνωμαλία
ἀνωμαλίζω
ἀνωμαλοκράς
ἀνώμαλος
ἀνωμαλότης
ἀνωμάλωσις
ἀνωμολογημένως
ἀνωμολόγητος
ἄνωμος
ἀνωμοτί
ἀνώμοτος
ἀνωνίς
ἀνωνόμαστος
ἀνωνυμεί
ἀνωνυμία
ἀνώνυμος
View word page
ἀνωμάλωσις
ἀνωμᾰ/λ-ωσις,
A). v. ἀνομάλωσις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνωμάλωσις
Headword (normalized):
ἀνωμάλωσις
Headword (normalized/stripped):
ανωμαλωσις
IDX:
10949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10950
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνωμᾰ/λ-ωσις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀνομάλωσις.</span> </div> </div><br><br>'}