ὑπόφητις
ὑπόφητ-ις (properisp.), ἡ, fem. of ὑποφήτης, Ἀφροδίτης (of Phryne) ; 13.590e
A). Ἐνυαλίοιο καὶ Εἰράνας ὑποφᾶτιν .. σάλπιγγα AP 6.46 (Antip. Sid.):—διᾱβολιᾶν ὑποφάτιες prob. purveyors of slander (= ἑρμηνευταὶ καὶ διάβολοι Sch.), perh. in reference to the ποταγωγίδες of Hiero, P. 2.76 : v.l. ὑποφάντιες (lemma in Sch.E), which might be taken as suggestions ( Dor. for Ὑποφάνσεις).