Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπουρέω
ὑπόφαιδρος
ὑποφαίνω
ὑπόφαιος
ὑπόφαιστον
ὑποφακώδης
ὑποφάλακρος
ὑπόφαντις
ὑποφαρμάσσω
ὑπόφασις
ὑποφᾶτις
ὑπόφαυλος
ὑπόφαυσις
ὑποφαύσκω
ὑποφείδομαι
ὑποφειδομένως
ὑποφέρω
ὑποφεύγω
ὑπόφεως
ὑποφητεία
ὑποφητεύω
View word page
ὑποφᾶτις
ὑποφᾶτις,
A). v. ὑποφῆτις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποφᾶτις
Headword (normalized):
ὑποφᾶτις
Headword (normalized/stripped):
υποφατις
IDX:
109470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποφᾶτις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑποφῆτις.</span> </div> </div><br><br>'}