ὑπότροπος
ὑπότροπος, ον,(ὑποτρέπομαι)
A). turning back, returning, ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι ; 6.501 ὑ. ἵκετο δῶμα ; 20.332 ὑ. ἵξομαι αὖτις ; 6.367 οὐκ ἔθ’ ὑπότροποι αὖθις ἔσεσθε h.Ap. 476 ; ὑ. οἴκαδ’ ἱκέσθαι . 21.211