Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποτρέμω
ὑποτρέπομαι
ὑποτρέφω
ὑποτρέχω
ὑποτρέω
ὑπότρητος
ὑπότρηχυς
ὑποτριβή
ὑποτρίβω
ὑποτρίζω
ὑποτριήραρχος
ὑποτριμερής
ὑπότριμμα
ὑποτριμμάτιον
ὑποτριόρχης
ὑποτριπλασιεπιδίπεμπτος
ὑποτριπλάσιος
ὑποτρίπους
ὑποτρίταιος
ὑπότριτος
ὑπότριψις
View word page
ὑποτριήραρχος
ὑποτρῐήραρχος, ,
A). sub-trierarch, PPetr. 3p.184 (iii B. C.).


ShortDef

sub-trierarch

Debugging

Headword:
ὑποτριήραρχος
Headword (normalized):
ὑποτριήραρχος
Headword (normalized/stripped):
υποτριηραρχος
IDX:
109394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109395
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποτρῐήραρχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sub-trierarch,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PPetr.</span> 3p.184 </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}