Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποτραχήλιον
ὑποτράχηλος
ὑποτραχύνω
ὑπότραχυς
ὑποτρέμω
ὑποτρέπομαι
ὑποτρέφω
ὑποτρέχω
ὑποτρέω
ὑπότρητος
ὑπότρηχυς
ὑποτριβή
ὑποτρίβω
ὑποτρίζω
ὑποτριήραρχος
ὑποτριμερής
ὑπότριμμα
ὑποτριμμάτιον
ὑποτριόρχης
ὑποτριπλασιεπιδίπεμπτος
ὑποτριπλάσιος
View word page
ὑπότρηχυς
ὑπότρηχυς, Ion. for ὑπότραχυς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπότρηχυς
Headword (normalized):
ὑπότρηχυς
Headword (normalized/stripped):
υποτρηχυς
IDX:
109390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109391
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπότρηχυς</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ὑπότραχυς.</span> </div><br><br>'}