Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑπότασις
ὑποτάσσω
ὑποταύριον
ὑποταφρεύω
ὑποτείνω1
ὑποτείνω2
ὑποτειχίζω
ὑποτείχισις
ὑποτείχισμα
ὑποτεκμαίρομαι
ὑποτέλειος
ὑποτελέω
ὑποτελής
ὑποτελίς
ὑποτέλλομαι
ὑποτεμενίτης
ὑποτέμνω
ὑποτερετίζω
ὑποτέταρτος
View word page
ὑποτείχισμα
ὑποτείχ-ισμα, ατος, τό,
A). cross-wall, ibid.


ShortDef

a cross-wall

Debugging

Headword:
ὑποτείχισμα
Headword (normalized):
ὑποτείχισμα
Headword (normalized/stripped):
υποτειχισμα
IDX:
109330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109331
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποτείχ-ισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cross-wall,</span> ibid.</div> </div><br><br>'}