Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποτανύω
ὑπόταξις
ὑποταράσσω
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑπότασις
ὑποτάσσω
ὑποταύριον
ὑποταφρεύω
ὑποτείνω1
ὑποτείνω2
ὑποτειχίζω
ὑποτείχισις
ὑποτείχισμα
ὑποτεκμαίρομαι
ὑποτέλειος
ὑποτελέω
ὑποτελής
ὑποτελίς
ὑποτέλλομαι
ὑποτεμενίτης
View word page
ὑποτείνω2
ὑποτείνω (B),
A). v. ὑποτίνω.


ShortDef

to stretch under, put under
[> ὑποτίνω]

Debugging

Headword:
ὑποτείνω2
Headword (normalized):
ὑποτείνω
Headword (normalized/stripped):
υποτεινω2
IDX:
109327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109328
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποτείνω</span> (B), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑποτίνω.</span> </div> </div><br><br>'}