Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑποσωφρονιστής
ὑποταγή
ὑπόταγμα
ὑποταίνιος
ὑποτακτέον
ὑποτάκτης
ὑποτακτικός
ὑπότακτος
ὑποταμιεύω
ὑποταμνόν
ὑποτάμνω
ὑποτανύω
ὑπόταξις
ὑποταράσσω
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑπότασις
ὑποτάσσω
ὑποταύριον
ὑποταφρεύω
ὑποτείνω1
View word page
ὑποτάμνω
ὑποτάμνω
, lon. for
ὑποτέμνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑποτάμνω
Headword (normalized):
ὑποτάμνω
Headword (normalized/stripped):
υποταμνω
IDX:
109316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109317
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποτάμνω</span>, lon. for <span class="foreign greek">ὑποτέμνω.</span> </div><br><br>'}