Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχηματίζομαι
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
ὑποσχισμός
ὑπόσχνιφος
ὑπόσχολος
ὑποσχόμενος
ὑποσχών
ὑποσῴζω
ὑποσωματόω
ὑποσώρευσις
ὑποσωρεύω
ὑποσωφρονιστής
ὑποταγή
ὑπόταγμα
ὑποταίνιος
ὑποτακτέον
ὑποτάκτης
View word page
ὑποσχών
ὑποσχών,
A). v. ὑπέχω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποσχών
Headword (normalized):
ὑποσχών
Headword (normalized/stripped):
υποσχων
IDX:
109301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109302
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποσχών</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπέχω.</span> </div> </div><br><br>'}