Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποσχέσθαι
ὑποσχεσίη
ὑποσχέσιον
ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχηματίζομαι
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
ὑποσχισμός
ὑπόσχνιφος
ὑπόσχολος
ὑποσχόμενος
ὑποσχών
ὑποσῴζω
ὑποσωματόω
ὑποσώρευσις
ὑποσωρεύω
ὑποσωφρονιστής
ὑποταγή
ὑπόταγμα
View word page
ὑπόσχνιφος
ὑπόσχνιφος,
A). v. ὑπόσκνιπος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπόσχνιφος
Headword (normalized):
ὑπόσχνιφος
Headword (normalized/stripped):
υποσχνιφος
IDX:
109298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109299
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπόσχνιφος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπόσκνιπος.</span> </div> </div><br><br>'}