Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπόσφιγμα
ὑποσφόνδυλον
ὑποσφραγίζω
ὑποσφραίνομαι
ὑποσφυρίζομαι
ὑποσχάζω
ὑποσχεθεῖν
ὑποσχεσάριος
ὑποσχέσθαι
ὑποσχεσίη
ὑποσχέσιον
ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχηματίζομαι
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
ὑποσχισμός
ὑπόσχνιφος
ὑπόσχολος
ὑποσχόμενος
View word page
ὑποσχέσιον
ὑποσχές-ιον
,
τό
, = sq.,
AP
12.24
(Laureas).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑποσχέσιον
Headword (normalized):
ὑποσχέσιον
Headword (normalized/stripped):
υποσχεσιον
IDX:
109290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109291
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποσχές-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 12.24 </span> (Laureas).</div><br><br>'}