Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποσφάξ
ὑποσφίγγω
ὑπόσφιγμα
ὑποσφόνδυλον
ὑποσφραγίζω
ὑποσφραίνομαι
ὑποσφυρίζομαι
ὑποσχάζω
ὑποσχεθεῖν
ὑποσχεσάριος
ὑποσχέσθαι
ὑποσχεσίη
ὑποσχέσιον
ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχηματίζομαι
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
ὑποσχισμός
ὑπόσχνιφος
View word page
ὑποσχέσθαι
ὑποσχέσθαι,
A). v. ὑπισχνέομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποσχέσθαι
Headword (normalized):
ὑποσχέσθαι
Headword (normalized/stripped):
υποσχεσθαι
IDX:
109288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109289
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποσχέσθαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπισχνέομαι.</span> </div> </div><br><br>'}