Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπόσυχνος
ὑπόσφαγμα
ὑποσφάξ
ὑποσφίγγω
ὑπόσφιγμα
ὑποσφόνδυλον
ὑποσφραγίζω
ὑποσφραίνομαι
ὑποσφυρίζομαι
ὑποσχάζω
ὑποσχεθεῖν
ὑποσχεσάριος
ὑποσχέσθαι
ὑποσχεσίη
ὑποσχέσιον
ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχηματίζομαι
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
View word page
ὑποσχεθεῖν
ὑποσχεθεῖν,
A). v. ὑπέχω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποσχεθεῖν
Headword (normalized):
ὑποσχεθεῖν
Headword (normalized/stripped):
υποσχεθειν
IDX:
109286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109287
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποσχεθεῖν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπέχω.</span> </div> </div><br><br>'}