Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑποστύφω
ὑπόστυψις
ὑποσύγγραφος
ὑποσυγκόπτω
ὑποσυγχέω
ὑποσυγχρίω
ὑποσύγχυτος
ὑποσυλάω
ὑποσυλλέγω
ὑποσυλλογιστικός
ὑποσυμβαίνω
ὑποσύμβολος
ὑποσυμμιγής
ὑποσυμπαθέω
ὑποσυναλείφομαι
ὑποσυνάπτω
ὑποσύνθετος
ὑποσύνθημα
ὑποσυριγμός
ὑποσυρίζω
ὑποσυρμός
View word page
ὑποσυμβαίνω
ὑποσυμ-βαίνω
,
A).
to be inferior, weaker,
Gal.
19.408
.
ShortDef
to be inferior, weaker
Debugging
Headword:
ὑποσυμβαίνω
Headword (normalized):
ὑποσυμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
υποσυμβαινω
IDX:
109263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109264
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποσυμ-βαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be inferior, weaker,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.408 </span>.</div> </div><br><br>'}