Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποστύλωμα
ὑποστύφω
ὑπόστυψις
ὑποσύγγραφος
ὑποσυγκόπτω
ὑποσυγχέω
ὑποσυγχρίω
ὑποσύγχυτος
ὑποσυλάω
ὑποσυλλέγω
ὑποσυλλογιστικός
ὑποσυμβαίνω
ὑποσύμβολος
ὑποσυμμιγής
ὑποσυμπαθέω
ὑποσυναλείφομαι
ὑποσυνάπτω
ὑποσύνθετος
ὑποσύνθημα
ὑποσυριγμός
ὑποσυρίζω
View word page
ὑποσυλλογιστικός
ὑποσυλλογιστικός, , όν, name of a type of syllogism, Stoic. 2.83 , 88 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποσυλλογιστικός
Headword (normalized):
ὑποσυλλογιστικός
Headword (normalized/stripped):
υποσυλλογιστικος
IDX:
109262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109263
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποσυλλογιστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, name of a type of syllogism, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stoic.</span> 2.83 </span>,<span class="bibl"> 88 </span>.</div><br><br>'}