Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποστρεπτικῶς
ὑποστρέφω
ὑποστροβέω
ὑποστρόγγυλος
ὑποστροφάς
ὑπόστροφος
ὑποστροφώδης
ὑπόστρυφνος
ὑπόστρωμα
ὑποστρώμνιος
ὑποστρώννυμι
ὑπόστρωσις
ὑποστρωτέον
ὑποστύλιον
ὑποστυλισμός
ὑποστυλόομαι
ὑπόστυλος
ὑποστύλωμα
ὑποστύφω
ὑπόστυψις
ὑποσύγγραφος
View word page
ὑποστρώννυμι
ὑπο-στρώννῡμι and ὑπο-ύω,
A). v. ὑποστόρνυμι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποστρώννυμι
Headword (normalized):
ὑποστρώννυμι
Headword (normalized/stripped):
υποστρωννυμι
IDX:
109245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109246
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπο-στρώννῡμι</span> and <span class="orth greek">ὑπο-ύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑποστόρνυμι.</span> </div> </div><br><br>'}