Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπόστιφρος
ὑποστολεύς
ὑποστολή
ὑποστολίζω
ὑποστολικός
ὑπόστολοι
ὑποστόμια
ὑποστοναχίζω
ὑποστόρεσμα
ὑποστόρνυμι
ὑποστοχάζομαι
ὑποστραβαινίζω
ὑπόστραβος
ὑποστρατεύομαι
ὑποστρατηγέτης
ὑποστρατηγέω
ὑποστράτηγος
ὑποστρατοφύλαξ
ὑποστρεπτέον
ὑποστρεπτικῶς
ὑποστρέφω
View word page
ὑποστοχάζομαι
ὑποστοχάζομαι
,
A).
have a fundamental aim,
Gal.
18(2).441
.
ShortDef
have a fundamental aim
Debugging
Headword:
ὑποστοχάζομαι
Headword (normalized):
ὑποστοχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
υποστοχαζομαι
IDX:
109226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109227
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποστοχάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">have a fundamental aim,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).441 </span>.</div> </div><br><br>'}