Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπόστερνος
ὑπόστη
ὑπόστημα
ὑποστήριγμα
ὑποστιγμή
ὑποστίζω
ὑποστικτέον
ὑποστίλβω
ὑποστιμμίζω
ὑπόστιφρος
ὑποστολεύς
ὑποστολή
ὑποστολίζω
ὑποστολικός
ὑπόστολοι
ὑποστόμια
ὑποστοναχίζω
ὑποστόρεσμα
ὑποστόρνυμι
ὑποστοχάζομαι
ὑποστραβαινίζω
View word page
ὑποστολεύς
ὑποστολεύς,
A). v. ὑποστελεύς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποστολεύς
Headword (normalized):
ὑποστολεύς
Headword (normalized/stripped):
υποστολευς
IDX:
109217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109218
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποστολεύς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑποστελεύς.</span> </div> </div><br><br>'}