Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑποσπείρω
ὑπόσπιλος
ὑποσπληνίζομαι
ὑπόσπληνος
ὑποσπογγίζω
ὑποσποδίζω
ὑποσπονδορχηστής
ὑπόσπονδος
ὑποσπονδοφόρος
ὑποσπουδάζω
ὑποσσαίνω
ὑποστάζω
ὑποστάθμη
ὑποστάθμιος
ὑποσταθμίς
ὑπόσταλσις
ὑπόστασις
ὑποστατέον
ὑποστάτης
ὑποστατικός
ὑπόστατις
View word page
ὑποσσαίνω
ὑποσσαίνω
,
ὑποσσείω
, Ep. for
ὑποσαίνω, ὑποσείω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑποσσαίνω
Headword (normalized):
ὑποσσαίνω
Headword (normalized/stripped):
υποσσαινω
IDX:
109178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109179
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποσσαίνω</span>, <span class="orth greek">ὑποσσείω</span>, Ep. for <span class="foreign greek">ὑποσαίνω, ὑποσείω.</span> </div><br><br>'}