Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑποσπείριον
ὑπόσπειρον
ὑποσπείρω
ὑπόσπιλος
ὑποσπληνίζομαι
ὑπόσπληνος
ὑποσπογγίζω
ὑποσποδίζω
ὑποσπονδορχηστής
ὑπόσπονδος
ὑποσπονδοφόρος
ὑποσπουδάζω
ὑποσσαίνω
ὑποστάζω
ὑποστάθμη
ὑποστάθμιος
ὑποσταθμίς
ὑπόσταλσις
ὑπόστασις
ὑποστατέον
ὑποστάτης
View word page
ὑποσπονδοφόρος
ὑποσπονδοφόρος
,
ὁ
,
A).
=
ὑποσπονδορχηστής
,
Inscr.Olymp.
121.19
(iii A. D.).
ShortDef
priest
Debugging
Headword:
ὑποσπονδοφόρος
Headword (normalized):
ὑποσπονδοφόρος
Headword (normalized/stripped):
υποσπονδοφορος
IDX:
109176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109177
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποσπονδοφόρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὑποσπονδορχηστής</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Inscr.Olymp.</span> 121.19 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}