Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπόσκιος
ὑποσκιρτάω
ὑπόσκληρος
ὑποσκληρύνομαι
ὑπόσκνιπος
ὑποσκόλιος
ὑπόσκοπος
ὑποσκότεινος
ὑποσκότιος
ὑποσκύφιος
ὑποσκυφισμός
ὑποσκώπτω
ὑποσμαραγέω
ὑποσμήχω
ὕποσμος
ὑποσμύχω
ὑποσοβέω
ὑποσόλοικος
ὑπόσομφος
ὑποσορικόν
ὑποσόριον
View word page
ὑποσκυφισμός
ὑποσκῠφισμός, , v. l. for περισκυφισμός in Paul.Aeg. 6.7 .


ShortDef

cleaning of grain with a shovel, winnowing

Debugging

Headword:
ὑποσκυφισμός
Headword (normalized):
ὑποσκυφισμός
Headword (normalized/stripped):
υποσκυφισμος
IDX:
109143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109144
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποσκῠφισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, v. l. for <span class="foreign greek">περισκυφισμός</span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:6:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:6.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Aeg.</span> 6.7 </a>.</div><br><br>'}