Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποσιώπησις
ὑποσιωπητέον
ὑποσκάζω
ὑπόσκαιος
ὑποσκαίρω
ὑποσκαλεύω
ὑποσκάλλειν
ὑποσκαλμίς
ὑπόσκαμβος
ὑποσκάπτω
ὑποσκαριφισμός
ὑποσκαφή
ὑποσκαφιόκαρτος
ὑποσκϋφισμός
ὑποσκελίζω
ὑποσκέλισμα
ὑποσκελισμός
ὑποσκεπάω
ὑποσκέπτομαι
ὑποσκευάζω
ὑποσκευή
View word page
ὑποσκαριφισμός
ὑποσκαριφισμός,
A). v. ὑποσκαφισμός.


ShortDef

scraping lightly

Debugging

Headword:
ὑποσκαριφισμός
Headword (normalized):
ὑποσκαριφισμός
Headword (normalized/stripped):
υποσκαριφισμος
IDX:
109116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109117
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποσκαριφισμός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑποσκαφισμός.</span> </div> </div><br><br>'}