Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑποσιδηρόω
ὑπόσιμος
ὑποσιμόω
ὑποσιωπάω
ὑποσιώπησις
ὑποσιωπητέον
ὑποσκάζω
ὑπόσκαιος
ὑποσκαίρω
ὑποσκαλεύω
ὑποσκάλλειν
ὑποσκαλμίς
ὑπόσκαμβος
ὑποσκάπτω
ὑποσκαριφισμός
ὑποσκαφή
ὑποσκαφιόκαρτος
ὑποσκϋφισμός
ὑποσκελίζω
ὑποσκέλισμα
ὑποσκελισμός
View word page
ὑποσκάλλειν
ὑποσκάλλειν·
ὑπεργάζεσθαι,
Phot.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑποσκάλλειν
Headword (normalized):
ὑποσκάλλειν
Headword (normalized/stripped):
υποσκαλλειν
IDX:
109112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109113
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποσκάλλειν·</span> <span class="foreign greek">ὑπεργάζεσθαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div><br><br>'}