Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπόπυρος
ὑποπυρρίζω
ὑπόπυρρος
ὑποπύρωπος
ὑπόπωλος
ὑποράβδωσις
ὑποράπτω
ὑποργάζω
ὑποργηθεῖσα
ὑπορέγχω
ὑπόρειος
ὑπορέμβομαι
ὕπορθος
ὑπορθόω
ὑπόρθριος
ὑπόρθωμα
ὑπόρθωσις
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
ὑπόρραιβος
ὑπορραπίζω
View word page
ὑπόρειος
ὑπόρειος,
A). v. ὑπώρειος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπόρειος
Headword (normalized):
ὑπόρειος
Headword (normalized/stripped):
υπορειος
IDX:
109035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109036
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπόρειος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπώρειος.</span> </div> </div><br><br>'}