Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπόπυος
ὑποπυρεταίνω
ὑπόπυρος
ὑποπυρρίζω
ὑπόπυρρος
ὑποπύρωπος
ὑπόπωλος
ὑποράβδωσις
ὑποράπτω
ὑποργάζω
ὑποργηθεῖσα
ὑπορέγχω
ὑπόρειος
ὑπορέμβομαι
ὕπορθος
ὑπορθόω
ὑπόρθριος
ὑπόρθωμα
ὑπόρθωσις
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
View word page
ὑποργηθεῖσα
ὑποργηθεῖσα·
ὑποχρισθεῖσα,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑποργηθεῖσα
Headword (normalized):
ὑποργηθεῖσα
Headword (normalized/stripped):
υποργηθεισα
IDX:
109033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109034
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποργηθεῖσα·</span> <span class="foreign greek">ὑποχρισθεῖσα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}