Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνυπόστολος
ἀνυπόστρεπτος
ἀνυπόστροφος
ἀνυποτακτέω
ἀνυπότακτος
ἀνυποταξία
ἀνυποτίμητος
ἀνυπότλητος
ἀνύπουλος
ἀνύπους
ἀνυποφόρητος
ἀνυποχώρητος
ἀνύπτιος
ἄνυρις
ἀνυσιεργός
ἀνύσιμος
ἄνυσις
ἄνυσμα
ἀνυστέον
ἀνυστικός
ἀνυστός
View word page
ἀνυποφόρητος
ἀνυπο-φόρητος, ον,
A). insufferable, EM 115.18 .


ShortDef

insufferable

Debugging

Headword:
ἀνυποφόρητος
Headword (normalized):
ἀνυποφόρητος
Headword (normalized/stripped):
ανυποφορητος
IDX:
10902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10903
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνυπο-φόρητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">insufferable,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 115.18 </span>.</div> </div><br><br>'}