Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὑπόπτιλλος
ὑποπτίσσω
ὕποπτος
ὑποπτύσσω
ὑποπτυχίς
ὑπόπτωσις
ὑποπτώσσω
ὑποπτωτικός
ὑπόπτωτος
ὑποπύγιον
ὑποπυθμένιος
ὑποπύθμην
ὑποπυθμίδιος
ὑποπυΐσκω
ὑποπυκνάζω
ὑπόπυκνος
ὑποπυκνόω
ὑπόπυος
View word page
ὑποπτωτικός
ὑπο-πτωτικός, , όν,
A). servile, submissive, Stoic. 3.155 .


ShortDef

servile, submissive

Debugging

Headword:
ὑποπτωτικός
Headword (normalized):
ὑποπτωτικός
Headword (normalized/stripped):
υποπτωτικος
IDX:
109013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109014
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπο-πτωτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">servile, submissive,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stoic.</span> 3.155 </span>.</div> </div><br><br>'}