Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποπρήθομαι
ὑποπρίαμαι
ὑποπρίω
ὑποπρό
ὑποπροάγων
ὑπόπροσθεν
ὑποπρόστ
ὑποπροτίθημι
ὑποπροχέω
ὑποπρύτανις
ὑποπτάζομαι
ὑποπτάω
ὑποπτερίδιος
ὑποπτερνίς
ὑπόπτερος
ὑπόπτευμα
ὑποπτευτέον
ὑποπτευτής
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
View word page
ὑποπτάζομαι
ὑπ-οπτάζομαι,
A). to be suspected, τῆς ἀλγηδόνος -αζομένης διὰ τῶν ἀρτηριῶν τῆς ἀναδόσεως being suspected (to arise) through .. , Paul. Aeg. 3.5 (s. v. l.).


ShortDef

to be suspected

Debugging

Headword:
ὑποπτάζομαι
Headword (normalized):
ὑποπτάζομαι
Headword (normalized/stripped):
υποπταζομαι
IDX:
108995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108996
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπ-οπτάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be suspected,</span> <span class="foreign greek">τῆς ἀλγηδόνος -αζομένης διὰ τῶν ἀρτηριῶν τῆς ἀναδόσεως</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">being suspected</span> (to arise) through .. , Paul. Aeg.<span class="bibl"> 3.5 </span> (s. v. l.).</div> </div><br><br>'}