Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπόπολις
ὑποπολιτεύομαι
ὑποπολιτικός
ὑποπολλαπλάσιος
ὑποπονέω
ὑποπόνηρος
ὑποπορεύομαι
ὑποπόρευσις
ὑπόπορτις
ὑποπορφυρεω
ὑποπορφυρίζω
ὑποπόρφυρος
ὑποποτίζω
ὑπόπους
ὑποπραΰνω
ὑπόπρεμνος
ὑποπρεσβύτερος
ὑποπρήθομαι
ὑποπρίαμαι
ὑποπρίω
ὑποπρό
View word page
ὑποπορφυρίζω
ὑποπορφῠρ-ίζω,
A). to be somewhat purple, Dsc. 1.103 .


ShortDef

to be somewhat purple

Debugging

Headword:
ὑποπορφυρίζω
Headword (normalized):
ὑποπορφυρίζω
Headword (normalized/stripped):
υποπορφυριζω
IDX:
108978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108979
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποπορφῠρ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be somewhat purple,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.103 </span>.</div> </div><br><br>'}