Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποπόλιος
ὑπόπολις
ὑποπολιτεύομαι
ὑποπολιτικός
ὑποπολλαπλάσιος
ὑποπονέω
ὑποπόνηρος
ὑποπορεύομαι
ὑποπόρευσις
ὑπόπορτις
ὑποπορφυρεω
ὑποπορφυρίζω
ὑποπόρφυρος
ὑποποτίζω
ὑπόπους
ὑποπραΰνω
ὑπόπρεμνος
ὑποπρεσβύτερος
ὑποπρήθομαι
ὑποπρίαμαι
ὑποπρίω
View word page
ὑποπορφυρεω
ὑποπορφῠρεω,
A). to be somewhat purple; v. ὑπηρέμα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποπορφυρεω
Headword (normalized):
ὑποπορφυρεω
Headword (normalized/stripped):
υποπορφυρεω
IDX:
108977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108978
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποπορφῠρεω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be somewhat purple</span>; v. <span class="ref greek">ὑπηρέμα.</span> </div> </div><br><br>'}