Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποποίκιλος
ὑπόποκος
ὑποπόλιος
ὑπόπολις
ὑποπολιτεύομαι
ὑποπολιτικός
ὑποπολλαπλάσιος
ὑποπονέω
ὑποπόνηρος
ὑποπορεύομαι
ὑποπόρευσις
ὑπόπορτις
ὑποπορφυρεω
ὑποπορφυρίζω
ὑποπόρφυρος
ὑποποτίζω
ὑπόπους
ὑποπραΰνω
ὑπόπρεμνος
ὑποπρεσβύτερος
ὑποπρήθομαι
View word page
ὑποπόρευσις
ὑποπόρ-ευσις, εως, ,
A). underground way, Id. 2.968b .


ShortDef

underground way

Debugging

Headword:
ὑποπόρευσις
Headword (normalized):
ὑποπόρευσις
Headword (normalized/stripped):
υποπορευσις
IDX:
108975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108976
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποπόρ-ευσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">underground way,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 2.968b </span>.</div> </div><br><br>'}