Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑποπείθω
ὑποπεινάω
ὑποπειράω
ὑποπελιάζω
ὑποπέλιδνος
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπεπτηῶτες
ὑποπεπτωκότως
ὑποπέπων
ὑποπεράτωσις
ὑποπέρδομαι
ὑποπερικλάομαι
ὑποπεριπλύνομαι
ὑποπεριψύχω
ὑποπερκάζω
ὑποπέσσιον
ὑποπετάννυμι
ὑποπέτασμα
ὑποπέτομαι
ὑποπετρίδιος
View word page
ὑποπεράτωσις
ὑποπεράτωσις
[ᾰ]
,
εως
,
ἡ
,
A).
gradual completion,
Hsch.
ShortDef
gradual completion
Debugging
Headword:
ὑποπεράτωσις
Headword (normalized):
ὑποπεράτωσις
Headword (normalized/stripped):
υποπερατωσις
IDX:
108914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108915
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποπεράτωσις</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gradual completion,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}