Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑποπαχύνομαι
ὑπόπαχυς
ὑποπέζιος
ὑποπείθω
ὑποπεινάω
ὑποπειράω
ὑποπελιάζω
ὑποπέλιδνος
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπεπτηῶτες
ὑποπεπτωκότως
ὑποπέπων
ὑποπεράτωσις
ὑποπέρδομαι
ὑποπερικλάομαι
ὑποπεριπλύνομαι
ὑποπεριψύχω
ὑποπερκάζω
ὑποπέσσιον
ὑποπετάννυμι
View word page
ὑποπεπτηῶτες
ὑποπεπτηῶτες
, Ep. pf. part. of
ὑποπτήσσω
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑποπεπτηῶτες
Headword (normalized):
ὑποπεπτηῶτες
Headword (normalized/stripped):
υποπεπτηωτες
IDX:
108911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108912
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποπεπτηῶτες</span>, Ep. pf. part. of <span class="foreign greek">ὑποπτήσσω</span> (q.v.).</div><br><br>'}