Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνυπόλογος
ἀνυπομενετέος
ἀνυπομένητος
ἀνυπόμνηστος
ἀνυπομόνητος
ἀνυπονόητος
ἀνυπόπαστος
ἀνύποπτος
ἀνυπόπτωτος
ἀνυποστάλτως
ἀνυποστασία
ἀνυπόστασις
ἀνυπόστατος
ἀνυπόστολος
ἀνυπόστρεπτος
ἀνυπόστροφος
ἀνυποτακτέω
ἀνυπότακτος
ἀνυποταξία
ἀνυποτίμητος
ἀνυπότλητος
View word page
ἀνυποστασία
ἀνυπο-στασία
,
ἡ
,
A).
gloss on
ἀτλησία
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνυποστασία
Headword (normalized):
ἀνυποστασία
Headword (normalized/stripped):
ανυποστασια
IDX:
10889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10890
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνυπο-στασία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἀτλησία</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}