Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποπαιδοτρίβης
ὑποπαίζω
ὑποπαλαίω
ὑποπάλλω
ὑποπαράβορρος
ὑποπαραιτέομαι
ὑποπαραίτησις
ὑποπαραιτία
ὑποπαρακρούω
ὑποπαραληρέω
ὑποπαραφέρομαι
ὑποπαρενθυμέομαι
ὑποπάρθενοι
ὑποπαρωθέω
ὑποπάσσω
ὑπόπαστον
ὑποπάσχω
ὑποπαταγέω
ὑποπάτριος
ὑποπαύομαι
ὑποπαχύνομαι
View word page
ὑποπαραφέρομαι
ὑποπαρα-φέρομαι, = foreg., Gal. 17(2).107 .


ShortDef

wander, be slightly delirious

Debugging

Headword:
ὑποπαραφέρομαι
Headword (normalized):
ὑποπαραφέρομαι
Headword (normalized/stripped):
υποπαραφερομαι
IDX:
108891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108892
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποπαρα-φέρομαι</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(2).107 </span>.</div><br><br>'}