Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνυπόληπτος
ἀνυπόλογος
ἀνυπομενετέος
ἀνυπομένητος
ἀνυπόμνηστος
ἀνυπομόνητος
ἀνυπονόητος
ἀνυπόπαστος
ἀνύποπτος
ἀνυπόπτωτος
ἀνυποστάλτως
ἀνυποστασία
ἀνυπόστασις
ἀνυπόστατος
ἀνυπόστολος
ἀνυπόστρεπτος
ἀνυπόστροφος
ἀνυποτακτέω
ἀνυπότακτος
ἀνυποταξία
ἀνυποτίμητος
View word page
ἀνυποστάλτως
ἀνυπο-στάλτως, Adv.
A). = ἀνυποστόλως, ἐλευθεριάζοντες interpol.in Ammon. in Cat. 2.8 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνυποστάλτως
Headword (normalized):
ἀνυποστάλτως
Headword (normalized/stripped):
ανυποσταλτως
IDX:
10888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10889
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνυπο-στάλτως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀνυποστόλως, ἐλευθεριάζοντες</span> interpol.in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4016.tlg002:2:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4016.tlg002:2.8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ammon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Cat.</span> 2.8 </a>.</div> </div><br><br>'}