Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνύποιστος
ἀνυποιστότης
ἀνυπόκριτος
ἀνυπόληπτος
ἀνυπόλογος
ἀνυπομενετέος
ἀνυπομένητος
ἀνυπόμνηστος
ἀνυπομόνητος
ἀνυπονόητος
ἀνυπόπαστος
ἀνύποπτος
ἀνυπόπτωτος
ἀνυποστάλτως
ἀνυποστασία
ἀνυπόστασις
ἀνυπόστατος
ἀνυπόστολος
ἀνυπόστρεπτος
ἀνυπόστροφος
ἀνυποτακτέω
View word page
ἀνυπόπαστος
ἀνυπό-παστος, ον, of a stone,
A). with nothing spread below it, IG 7.3073.164 (Lebad.).


ShortDef

with nothing spread below it

Debugging

Headword:
ἀνυπόπαστος
Headword (normalized):
ἀνυπόπαστος
Headword (normalized/stripped):
ανυποπαστος
IDX:
10885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10886
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνυπό-παστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, of a stone, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with nothing spread below it,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 7.3073.164 </span> (Lebad.).</div> </div><br><br>'}