Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνυπόδικος
ἀνυπόζωστος
ἀνυπόθετος
ἀνύποιστος
ἀνυποιστότης
ἀνυπόκριτος
ἀνυπόληπτος
ἀνυπόλογος
ἀνυπομενετέος
ἀνυπομένητος
ἀνυπόμνηστος
ἀνυπομόνητος
ἀνυπονόητος
ἀνυπόπαστος
ἀνύποπτος
ἀνυπόπτωτος
ἀνυποστάλτως
ἀνυποστασία
ἀνυπόστασις
ἀνυπόστατος
ἀνυπόστολος
View word page
ἀνυπόμνηστος
ἀνυπό-μνηστος, ον, dub. sens. in Id. Piet. 98 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνυπόμνηστος
Headword (normalized):
ἀνυπόμνηστος
Headword (normalized/stripped):
ανυπομνηστος
IDX:
10882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10883
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνυπό-μνηστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, dub. sens. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1595.tlg080:98" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1595.tlg080:98/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Piet.</span> 98 </a>.</div><br><br>'}