Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπομνηματόγραφος
ὑπομνηματοφύλαξ
ὑπόμνησις
ὑπομνήσκω
ὑπομνηστέον
ὑπομνηστεύομαι
ὑπομνηστικός
ὑπομνήστριαι
ὑπόμνυμι
ὑπομονή
ὑπομονητέος
ὑπομορφάζω
ὑπομοσχεύω
ὑπομόχθηρος
ὑπομοχλεύω
ὑπομόχλιον
ὑπομύζω
ὑπομυκάομαι
ὑπομυκτηρίζω
ὑπόμυξις
ὑπόμυξος
View word page
ὑπομονητέος
ὑπομονητέος, ὑπομονητικός, ὑπομονητός,
A). v. ὑπομεν-.


ShortDef

one must sustain, abide, endure

Debugging

Headword:
ὑπομονητέος
Headword (normalized):
ὑπομονητέος
Headword (normalized/stripped):
υπομονητεος
IDX:
108810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108811
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπομονητέος</span>, <span class="orth greek">ὑπομονητικός</span>, <span class="orth greek">ὑπομονητός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπομεν-.</span> </div> </div><br><br>'}