ὑπομονή
ὑπομονή, ἡ,
II). endurance, τῶν ἀκουσίων πόνων ; 240 λύπης Def. 412c ; ἡ μὴ ὑ. ἀτιμαζομένων APo. 97b24 , cf. Rh. 1384a21 ; εὐχερὴς τῆς ἀποτέξεως ὑ. ; 1.46 πολέμου ;[ 4.51.1 θανάτου] Pel. 1 ; ἡ τῆς μαχαίρας ὑ. τῶν πληγῶν the sword's power to sustain blows, . 15.15.8
2). in bad sense, obstinacy, Herc. 1012.47 .