Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόζωστος
ἀνυπόθετος
ἀνύποιστος
ἀνυποιστότης
ἀνυπόκριτος
ἀνυπόληπτος
ἀνυπόλογος
ἀνυπομενετέος
ἀνυπομένητος
ἀνυπόμνηστος
ἀνυπομόνητος
ἀνυπονόητος
ἀνυπόπαστος
ἀνύποπτος
ἀνυπόπτωτος
ἀνυποστάλτως
ἀνυποστασία
ἀνυπόστασις
View word page
ἀνυπομενετέος
ἀνυπο-μενετέος, α, ον,
A). not to be sustained, Stob. 2.6.6 :—also ἀνυπο-μενετός, , όν, ibid.


ShortDef

not to be sustained

Debugging

Headword:
ἀνυπομενετέος
Headword (normalized):
ἀνυπομενετέος
Headword (normalized/stripped):
ανυπομενετεος
IDX:
10880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10881
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνυπο-μενετέος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not to be sustained,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 2.6.6 </span>:—also <span class="orth greek">ἀνυπο-μενετός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, ibid.</div> </div><br><br>'}