Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνυποδήματος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόζωστος
ἀνυπόθετος
ἀνύποιστος
ἀνυποιστότης
ἀνυπόκριτος
ἀνυπόληπτος
ἀνυπόλογος
ἀνυπομενετέος
ἀνυπομένητος
ἀνυπόμνηστος
ἀνυπομόνητος
ἀνυπονόητος
ἀνυπόπαστος
ἀνύποπτος
ἀνυπόπτωτος
ἀνυποστάλτως
View word page
ἀνυπόληπτος
ἀνυπό-ληπτος, ον, perh.
A). f.l. for ἀνυπόδητος , Anon. in Rh. 82.38 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνυπόληπτος
Headword (normalized):
ἀνυπόληπτος
Headword (normalized/stripped):
ανυποληπτος
IDX:
10878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10879
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνυπό-ληπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, perh.<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ἀνυπόδητος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Rh.</span> 82.38 </span>.</div> </div><br><br>'}