Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπομενητός
ὑπομένω
ὑπομερισμός
ὑπόμεστος
ὑπομεταφέρομαι
ὑπομετέωρος
ὑπομήκης
ὑπομηκύνω
ὑπομηλαφάω
ὑπομηλίζω
ὑπομήλινος
ὑπομηλίς
ὑπομήρια
ὑπομήτριος
ὑπομίαρος
ὑπομιλτόομαι
ὑπομιμέομαι
ὑπομιμνήσκω
ὑπόμισθος
ὑπομίσθωσις
ὑπομισθωτής
View word page
ὑπομήλινος
ὑπομήλινος, ον,
A). yellowish, Dsc. 3.69 .


ShortDef

yellowish

Debugging

Headword:
ὑπομήλινος
Headword (normalized):
ὑπομήλινος
Headword (normalized/stripped):
υπομηλινος
IDX:
108779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108780
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπομήλινος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">yellowish,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.69 </span>.</div> </div><br><br>'}