Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπομέλας
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέον
ὑπομενετικός
ὑπομενετός
ὑπομενητός
ὑπομένω
ὑπομερισμός
ὑπόμεστος
ὑπομεταφέρομαι
ὑπομετέωρος
ὑπομήκης
ὑπομηκύνω
ὑπομηλαφάω
ὑπομηλίζω
ὑπομήλινος
ὑπομηλίς
ὑπομήρια
ὑπομήτριος
ὑπομίαρος
View word page
ὑπομεταφέρομαι
ὑπομεταφέρομαι, Pass.,
A). slip gradually into, ὑπὲρ τοῦ μὴ ῥᾳδίως εἰς νόσους -εσθαι τὸ σῶμα Gal. 6.40 ( v.l. ὑποφέρεσθαι ).


ShortDef

slip gradually into

Debugging

Headword:
ὑπομεταφέρομαι
Headword (normalized):
ὑπομεταφέρομαι
Headword (normalized/stripped):
υπομεταφερομαι
IDX:
108773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108774
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπομεταφέρομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">slip gradually into,</span> <span class="quote greek">ὑπὲρ τοῦ μὴ ῥᾳδίως εἰς νόσους -εσθαι τὸ σῶμα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.40 </span> ( v.l. <span class="ref greek">ὑποφέρεσθαι</span> ).</div> </div><br><br>'}