Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπομείων
ὑπομέλαθρα
ὑπομελαίνω
ὑπομελανδρυώδης
ὑπομελανίζω
ὑπομέλας
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέον
ὑπομενετικός
ὑπομενετός
ὑπομενητός
ὑπομένω
ὑπομερισμός
ὑπόμεστος
ὑπομεταφέρομαι
ὑπομετέωρος
ὑπομήκης
ὑπομηκύνω
ὑπομηλαφάω
ὑπομηλίζω
View word page
ὑπομενετός
ὑπομενε-τός, , όν,
A). endurable, ib. 22 .


ShortDef

endurable

Debugging

Headword:
ὑπομενετός
Headword (normalized):
ὑπομενετός
Headword (normalized/stripped):
υπομενετος
IDX:
108768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108769
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπομενε-τός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">endurable,</span> ib.<span class="bibl"> 22 </span>.</div> </div><br><br>'}